ημιαναίσθητος

ημιαναίσθητος
α, ον полубессознательный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ημιαναίσθητος" в других словарях:

  • ημιαναίσθητος — η, ο 1. αυτός που πάσχει από ημιαναισθησία 2. αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις του α) σχεδόν αναίσθητος, απαθής, αδιάφορος β) λιπόθυμος, λιποθυμισμένος. επίρρ... ημιαναισθήτως και α με ημιαναίσθητο τρόπο, σχεδόν αναίσθητα, λιποθυμισμένα.… …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»